- αποσιτώ
- (ε) αμετ.1) воздерживаться от пищи, голодать; 2) соблюдать пост, поститься
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποσιτώ — ἀποσιτῶ ( έω) (Α) 1. παύω να τρώω, λιμοκτονώ 2. χάνω την όρεξη μου … Dictionary of Greek
ἀποσιτῶ — ἀποσιτέω cease to eat pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀποσιτέω cease to eat pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσίτῳ — ἀποσί̱τῳ , ἀπόσιτος having eaten nothing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)